- νεκροσπερμία
- ηιατρ. η παθολογική κατάσταση κατά την οποία τα σπερματοζωάρια μέσα στο σπέρμα είναι νεκρά, γεγονός που αποτελεί αίτιο τής ανδρικής στειρότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrospermia < necro- (< νεκρός) + -spermia (< -σπερμία < -σπέρμος < σπέρμα].
Dictionary of Greek. 2013.